- ολόεις
- ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλόεντα — ὀλόεις neut nom/voc/acc pl ὀλόεις masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοός destructive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)